- υπναλέος
- -α, -ο1. αυτός που νυστάζει, ο νυσταλέος.2. αυτός που αγαπά τον ύπνο, ο υπναράς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὑπναλέος — seen in sleep masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπναλέος — α, ο / ὑπναλέος, α, ον, ΝΑ αυτός που νυστάζει εύκολα, που τόν πιάνει εύκολα ο ύπνος νεοελλ. αυτός που τού αρέσει πολύ ο ύπνος, υπναράς αρχ. αυτός που φέρνει ύπνο, υπνωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + κατάλ. αλέος (πρβλ. νυστ αλέος, πειν αλέος)] … Dictionary of Greek
ὑπναλέον — ὑπναλέος seen in sleep masc acc sg ὑπναλέος seen in sleep neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπναλέων — ὑπναλέος seen in sleep fem gen pl ὑπναλέος seen in sleep masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπναλέη — ὑπναλέος seen in sleep fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπναλέην — ὑπναλέος seen in sleep fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπναλέης — ὑπναλέος seen in sleep fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπναλέοι — ὑπναλέος seen in sleep masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπναλέοιο — ὑπναλέος seen in sleep masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπναλέοις — ὑπναλέος seen in sleep masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)